- σείρωσις
- σείρ-ωσις, εως, ἡ, ([etym.] σειρά)A binding, fastening, Phot.II filtering, Hsch. s.v. διηθήσεως.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σείρωσις — binding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείρωσις — (I) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (Ι)] δέσιμο με σχοινί. (II) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (ΙΙ)] διήθηση, στράγγισμα … Dictionary of Greek
σειρώσεως — σειρώσεω̆ς , σείρωσις binding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)